θεατρομανώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

θεατρομανῶ, -έω (Α) θεατρομανής
έχω μανία για το θέατρο, επιθυμώ μανιωδώς να βλέπω θεατρικές παραστάσεις.