θεμιτουργός

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.

Greek Monolingual

θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσουργός, υπουργός].