θεωνύμιο

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

το θεώνυμος
θεϊκή ονομασία, ονομασία που αποδίδεται σε θεό ή σε σεβαστό, ιερό πρόσωπο.