θηλυτοκώ

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

(Α θηλυτοκῶ, -έω) θηλυτόκος
γεννώ θηλυκά παιδιά.