θηλυφόνον

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

θηλυφόνον, τὸ (Α)
το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + φόνος.