θηλώδης

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-ες θηλή
1. αυτός που έχει θηλές
2. αυτός που μοιάζει με θηλή, ο θηλοειδής.