στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-ες θηλή1. αυτός που έχει θηλές2. αυτός που μοιάζει με θηλή, ο θηλοειδής.