Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
inf. f. Act. poét. de τίθημι.
θησέμεναι: Δωρ. αντί θήσειν, απαρ. μέλ. του τίθημι.