θησέμεναι

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

French (Bailly abrégé)

inf. f. Act. poét. de τίθημι.

Greek Monotonic

θησέμεναι: Δωρ. αντί θήσειν, απαρ. μέλ. του τίθημι.