θησαύριση

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η (Μ θησαύρισις) θησαυρίζω
1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός
2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογήθησαύριση λέξεων»)
μσν.
μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.).