θησαύριση
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
Greek Monolingual
η (Μ θησαύρισις) θησαυρίζω
1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός
2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή («θησαύριση λέξεων»)
μσν.
μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.).