θορέομαι

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

French (Bailly abrégé)

f. épq. de θρῴσκω.

Russian (Dvoretsky)

θορέομαι: эп. fut. к θρῴσκω.