θροέω
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
English (LSJ)
aor. ἐθρόησα, poet.
A θρο- B.3.9, S.Aj.947, (δι-) Th.6.46:—Med. and Pass. (v. infr.): (θρόος):—cry aloud, B. l.c., S.El.1410; παρὰ νοῦν θ. Id.Ph.1195 (lyr.); πᾶσιν to all, Id.Aj.67, cf. Tr.531; speak, say, A.Pr.608 (lyr.); θρόει, τίς…; E.Or.187(lyr.): c. acc. cogn., θ. αὐδάν A.Ch.829(lyr.), E.Or.1248 (lyr.); λόγον S.Ant.1287 (lyr.); πολλά Id.Aj.592; εὔφημα, ψευδῆ, E.IA143 (lyr.), 1345 (troch.):—Med., τοῦτ' ἔπος -ούμενος A.Eu.510(lyr.).
2 c. acc., tell out, utter aloud, τοὐμὸν πάθος Id.Ag.1137 (lyr.); νόμον ἄνομον ib. 1141 (lyr.), cf. 104; πᾶς τοῦτό γ' Ἑλλήνων θροεῖ S.OC597; θάνατόν τινι θ. ib.1425.—Rare. exc. in Trag.; in late Prose, J.AJ18.6.10, 19.1.16.
II causal, scare, terrify, Sch.E.Hec.180, al.:—Pass., to be stirred. moved, of joy, ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ' αὐτόν LXX Ca.5.4; of fear, μὴ θροεῖσθε Ev.Matt.24.6, cf. 2 Ep.Thess.2.2.
German (Pape)
[Seite 1219] (θρόος), 1) laut werden lassen, sagen; Aesch. Prom. 618; Soph. Ai. 67; häufiger mit dem acc., τὸ ἐμὸν πάθος Aesch. Ag. 1108; ἔπος Soph. Ai. 772. 851; πᾶς τοῦτό γε Ἑλλήνων θροεῖ, davon spricht jeder, O. C. 603, öfter; λόγον, ἀϋτάν, Eur. Ion 782 Or. 1246; Aesch. auch im med., τοῦτ' ἔπος θροούμενος Eum. 486. – 2) im pass. erschrecken, N. T
French (Bailly abrégé)
θροῶ;
seul. prés. et ao. ἐθρόησα;
Pass. seul. prés., impf. et ao. ἐθροήθην;
1 pousser un cri, crier : παρὰ νοῦν θρ. SOPH pousser des cris insensés;
2 p. ext. faire entendre en gén. : αὐδάν ESCHL, λόγον SOPH une parole, un discours ; annoncer, raconter, parler : τινι à qqn;
Moy. θροέομαι-θροοῦμαι = faire résonner, faire retentir (des paroles), acc.;
NT: être troublé en esprit, être effrayé, être alarmé.
Étymologie: θρόος.
Russian (Dvoretsky)
θροέω: редко тж. med.
1 кричать, громко говорить (θροεῖ τις Soph.): παρὰ νοῦν θ. Soph. говорить как безумный;
2 говорить, обращаться (ταῖς παισίν Soph.);
3 объявлять, рассказывать (ψευδῆ Eur.; θάνατόν τινι Soph.; ἔπος Soph., med. Aesch.): θρόει, τίς κακῶν τελευτὰ μένει; Eur. скажи, какой конец предстоит страданиям (Ореста)?; τίνα θροεῖς λόγον! Soph. какую ты речь ведешь!; πᾶς τοῦτο Ἑλλήνων θροεῖ Soph. об этом говорит каждый из эллинов;
4 pass. приходить в ужас, ужасаться (μὴ θροεῖσθε NT).
Greek (Liddell-Scott)
θροέω: ἀόρ. ἐθρόησα Σοφ. Αἴ. 947, (δι-) Θουκ. 6.46. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.: (θρόος). Κράζω, βοῶ μεγαλοφώνως, Σοφ. Ἠλ. 1410· παρὰ νοῦν θρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1195· πᾶσιν, πρὸς πάντας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 67, πρβλ. Τρ. 531: - ὁμιλῶ, λέγω, Αἰσχύλ. Πρ. 608, Εὐρ. Ὀρ. 187· μετὰ συστοίχ. αἰτ. θρ. αὐδάν Αἰσχύλ. Πρ. 828, Εὐρ. Ὀρ. 1248· λόγον Σοφ. Ἀντ. 1287· πολλὰ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 592· εὔφημα, ψευδῆ Εὐρ. Ι. Α. 143, 1345: - καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θροούμενος ἔπος Αἰσχύλ. Εὐμ. 486. 2) μετ’ αἰτ., λέγω, διηγοῦμαι μεγαλοφώνως, τοὐμόν πάθος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1137· νόμον ἄνομον αὐτόθι 1141, πρβλ. 104, Χο. 828· πᾶς τοῦτό γ΄ Ἑλλήνων θροεῖ Σοφ. Ο. Κ. 597· θάνατόν τινι θρ. αὐτόθι 1425. - Σπανίως ἐν χρήσει εἰ μὴ παρὰ τοῖς Τραγ.· παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 16. ΙΙ. Παθ., ταράττομαι, φοβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 6· πρβλ. διαθροέω.
English (Strong)
from threomai to wail; to clamor, i.e. (by implication) to frighten: trouble.
English (Thayer)
θρόω: (θρως clamor, tumult); in Greek writings to cry aloud, make a noise by outcry; in the N.T. to trouble, frighten; passive present θρωυμαι to be troubled in mind, to be frightened, alarmed: Buttmann, 243 (209)); θροηθεντες, Tr marginal reading WH marginal reading). (Song of Solomon 5:4.)
Greek Monotonic
θροέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐθρόησα (θρόος)·
I. 1. φωνάζω δυνατά, σε Σοφ.· μιλώ, λέω, εκφέρω, ξεστομίζω, σε Τραγ.· και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
2. διακηρύσσω, ανακοινώνω, στον ίδ., Σοφ.
II. Πάθ., ταράζομαι, φοβάμαι, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
Meaning: call, proclaim, speak
See also: s. θρέομαι.
Middle Liddell
θροέω, fut. -ήσω θρόος
I. to cry aloud, Soph.:— to speak, say, utter, Trag.;—and in Mid., Aesch.
2. to tell out, declare, Aesch., Soph.
II. Pass. to be troubled, NTest.
Frisk Etymology German
θροέω: {throéō}
Grammar: v.
Meaning: rufen, verkünden, sprechen
See also: s. θρέομαι.
Page 1,685
Chinese
原文音譯:qrošw 特羅誒哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:喧囂
字義溯源:喧鬧,大喊,驚慌,悲哀,擾亂,煩惱;源自(θρέμμα)X*=哭泣)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 驚慌(3) 太24:6; 可13:7; 帖後2:2
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ψιθυρίζω, διαδίνω). Ἀπό τό θρόος -θροῦς (=θόρυβος, ψίθυρος) πού παράγεται ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=φωνάζω). Μέ θέμα θρο + προσφυμα ε + σ → θρο-έ-σ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ → θροέω -θροῶ. Παράγωγο: θρόησις (=φόβος).