θρομβοφλεβίτιδα

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

η
ιατρ.
φλεγμονή φλέβας σε συνδυασμό με τον σχηματισμό θρόμβου προσκολλημένου στο τοίχωμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombophlebitis < thromb- (πρβλ. θρόμβος) + phlebitis (πρβλ. φλεψ, -βός)].