θυμοβάρβαρος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

θυμοβάρβαρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρη ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + βάρβαρος.