θωρακοβάρις
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
-ιδος ή -εως, ή
ναυτ. ατμοκίνητη θωρακισμένη κανονιοφόρος του παλαιού ναυτικού, εξοπλισμένη με βαρέα πυροβόλα και χρησιμοποιούμενη ως ακταιωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + βάρις με τη νεοελλ. σημασία «μικρή κανονιοφόρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας].