θωρακοκέντηση

Greek Monolingual

η
ιατρ. παρακέντηση του τοιχώματος του θώρακα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracocentese < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -centese (πρβλ. κέντηση). Η λ. στον λόγιο τ. θωρακοκέντησις μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Γ. Πολίτη].