παρακέντηση
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
η / παρακέντησις, -ήσεως, ΝΜΑ παρακεντώ
νεοελλ.
1. ιατρ. η εισαγωγή αιχμηρού οργάνου σε κοιλότητα ή όργανο του σώματος για εξεταστικούς σκοπούς ή για εκκένωση περιεχόμενου υγρού
2. φρ. ιατρ. α) «οσφυονωτιαία παρακέντηση» — βλ. οσφυονωτιαίος
β) «υπινιακή παρακέντηση» — η εισαγωγή βελόνης στον νωτιαίο χώρο στο ύψος της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
αρχ.
1. σημείωση στο περιθώριο
2. ιατρ. διάτρηση με χειρουργικό εργαλείο σε περίπτωση υδρωπικίας
3. ιατρ. η αφαίρεση καταρράκτη του ματιού.