θύνος

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek Monolingual

θῡνος, ὁ (Α) θύνω
(κατά τον Ησύχ.) «πόλεμος, ὁρμή, δρόμος».