θἠρῷον

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek (Liddell-Scott)

θἠρῷον: κατὰ κρᾶσιν ἀντί: τὸ ἡρῷον, Ἀριστοφ. Σφ. 819.

Greek Monotonic

θἠρῷον: κράση αντί τὸ ἡρῷον.

Russian (Dvoretsky)

θἠρῷον: in crasi Arph. = τὸ ἡρῷον.

German (Pape)

Ar. Vesp. 819, = τὸ ἡρῷον.