ιβιών

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ἰβιών, -ῶνος, ὁ (Α) ίβις
μικρός ναός του ιερού πτηνού ίβις.