Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιδεοληπτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία 2.εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)].