ιδιοσκεύασμα

Greek Monolingual

το
(ιδιως σε φρ.) «φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα» — φάρμακο που φέρεται στην αγορά παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία και έχει προστατευόμενη ονομασία.