ιεραπόστολος

Greek Monolingual


1. ο κήρυκας της Εκκλησίας που αποστέλλεται σε μη χριστιανικές χώρες για να κηρύξει τον χριστιανισμό
2. ο πιστός χριστιανός που αναλαμβάνει με ζήλο διάφορες δραστηριότητες για να ενισχύσει την πίστη τών συνανθρώπων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + απόστολος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη].