ιζηματογενής

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

-ές
γεωλ.
1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση
2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών καθώς και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentaire < sediment «ίζημα». Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο].