ικανάτα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἱκανάτα, τὰ (Μ)
εκλεκτό σώμα της ανακτορικής φρουράς του Βυζαντίου από επίλεκτους άνδρες, με επικεφαλής άρχοντες της απόλυτης εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + κατάλ. -άτα (< λατ. -ata ουδ. πληθ. της -atus)].