ιλιγγιώδης
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
Greek Monolingual
-ες (Α ἰλιγγιώδης, -ες) ιλιγγιώ
αυτός που προξενεί ίλιγγο, σκοτοδίνη, ζάλη («ιλιγγιώδης ταχύτητα»)
νεοελλ.
αυτός που σού προκαλεί ίλιγγο όταν τον σκέπτεσαι ή τον βλέπεις, αφάνταστος, ασύλληπτος, καταπληκτικός.
επίρρ...
ιλιγγιωδώς
με ιλιγγιώδη τρόπο.