ιλιγγιώδης
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
-ες (Α ἰλιγγιώδης, -ες) ιλιγγιώ
αυτός που προξενεί ίλιγγο, σκοτοδίνη, ζάλη («ιλιγγιώδης ταχύτητα»)
νεοελλ.
αυτός που σού προκαλεί ίλιγγο όταν τον σκέπτεσαι ή τον βλέπεις, αφάνταστος, ασύλληπτος, καταπληκτικός.
επίρρ...
ιλιγγιωδώς
με ιλιγγιώδη τρόπο.