ιμαλιά

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ἱμαλιά, ἡ (Α)
η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα, η πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα sei- / sī- «κοσκινίζω» και εμφανίζει επίθημα -μαλ-, που μαρτυρείται και στο αρμαλιά].