ιματιοκάπηλος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἱματιοκάπηλος, ὁ (Α)
πωλητής ιματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + κάπηλος.