ιματιοκάπηλος

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

ἱματιοκάπηλος, ὁ (Α)
πωλητής ιματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + κάπηλος.