ιντερμέτζο

Greek Monolingual

και ιντερμέδιο, το
εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις του κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο της κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intermezzo ή intermedio < λατ. intermedium «ενδιάμεσος»].