ιππάφεση

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η (Α ἱππάφεσις)
η αφετηρία στον ιππόδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἄφ-εσις (< ἀφ-ίημι «αφήνω»)].