ιππούμαι

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

ἱπποῦμαι, -όομαι (Α) ίππος
έχω την αντίληψη ή την ιδέα ότι κάτι είναι ίππος, αντίθετα με την πραγματική του ύπαρξη.