ιππούμαι

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἱπποῦμαι, -όομαι (Α) ίππος
έχω την αντίληψη ή την ιδέα ότι κάτι είναι ίππος, αντίθετα με την πραγματική του ύπαρξη.