ιππόταυρος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ἱππόταυρος, ὁ (Α)
αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («ἱππόταυρος ξυνωρίς» — άμαξα στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.).