ιρίτιδα

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (Α ἰρῖτις, -ιδος) ίρις
νεοελλ.
φλεγμονή της ίριδας του οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδα
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.