Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
η (Α ἰρῖτις, -ιδος) ίριςνεοελλ.φλεγμονή της ίριδας του οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδααρχ.είδος πολύτιμου λίθου.