ισθμικός

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσθμικός, -ή, -όν) ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό ή προέρχεται από αυτόν. '