Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμόςισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.