αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
ἰσοδρομῶ, -έω (Α) ισόδρομος1. τρέχω ίσα με άλλον2. μτφ. συμφωνώ, συμβαδίζω με κάποιον3. συνεργώ, συντρέχω.