ισοδρομώ

From LSJ

Greek Monolingual

ἰσοδρομῶ, -έω (Α) ισόδρομος
1. τρέχω ίσα με άλλον
2. μτφ. συμφωνώ, συμβαδίζω με κάποιον
3. συνεργώ, συντρέχω.