ιστοριώδης

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

ἱστοριώδης, -ες (Μ) ιστορία
όμοιος με ιστορία.