ισχιοσηραγγώδης
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
-ες
φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» — μικρός μυς του περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση του στυτικού ιστού του πέους και της κλειτορίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ-ώδης (< σήραγξ + καταλ. -ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ischiocavernous].