ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἰσόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].