ιόκολπος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ἰόκολπος, -ον (Α)
ἰόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»].