Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(I)
ἡ
βλ. κάμαρα.
(II)
ἡ
κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»].