Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάμερα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

(I)

βλ. κάμαρα.
(II)

κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»].