κέρκνος

English (LSJ)

ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κέρκνος: ὁ· «ἱέραξ. ἢ ἀλεκτρυὼν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κέρκνος, ὁ (Α) κέρκος
(κατά τον Ησύχ.) «ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών».