ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών, Hsch.
κέρκνος: ὁ· «ἱέραξ. ἢ ἀλεκτρυὼν» Ἡσύχ.
κέρκνος, ὁ (Α) κέρκος(κατά τον Ησύχ.) «ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών».