κήνος

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

Greek Monolingual

κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῖνος, ἐκεῖνος) βλ. εκείνος.