καΐκι

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

το
1. ιστιοφόρο πλοίο μικρής χωρητικότητας
2. είδος μικρής και στενής τουρκικής βάρκας με οξεία πλώρη και πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayik].