ετοιμοπώλης

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιοπώλης, ζυθοπώλης.