καιροσκοπικός

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό καιροσκοπία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καιροσκοπία («καιροσκοπική πολιτική»).
επίρρ...
καιροσκοπικώς
με καιροσκοπικό τρόπο.