καιρότερον

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek (Liddell-Scott)

καιρότερον: «ἐνωρότερον. Ἀχαιὸς» Ἡσύχ.