κακάλλι

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

το
1. λειρί
2. η σαρκώδης απόφυση που έχουν στον λαιμό οι κότες και οι πετεινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκάλι, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < μσν. καρακάλλιον < λατ. caracalla «κουκούλα»].