πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
κακόγλωσσος1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον.