κατηγορώ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, -έω) κατήγορος
1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τον κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν τοὺς συνάρχοντας», Ξεν.)
2. μέμφομαι κάποιον, καταγγέλλω κάποιον για κάτι (α. «η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για αμέλεια στο θέμα τών σεισμόπληκτων περιοχών» β. «ὃς ἐμοῦ φιλιππισμὸν κατηγορεῖ», Δημοσθ.)
3. κακολογώ, επικρίνω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, ψέγω (α. «τον κατηγόρησαν οι φίλοι του ως ανήθικο» β. «κατηγορεῖται τοὐπίκλημα τοῦτό μου», Σοφ.)
νεοελλ.-μσν.
καταβάλλω, στενοχωρώ, βασανίζω
μσν.
(διαμαρτύρομαι
αρχ.
1. είμαι κατήγορος, εμφανίζομαι ως κατήγορος («σὺ δὲ κατηγόρει παρών», Αριστοφ.)
2. μέσ. απρόσ. κατηγορεῖται
υπάρχει, έχει διατυπωθεί κατηγορία
3. αποδεικνύω, μαρτυρώ, δηλώνω («ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς ὃ κατηγορεῖ τὴν ὀλιγοετίαν», Ξεν.)
4. αναπτύσσω, εξηγώ («τὴν πολλὴν κατηγοροῦν
τες ἀπειροκαλίαν», Λουκιαν.)
5. λέγω κάτι με κατηγορηματικό τρόπο, διαβεβαιώνω («αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι Ἑλληνικόν», Ηρόδ.)
6. επιβεβαιώνω, καταφάσκω
7. (λογ.) αποδίδω ιδιότητα σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα
8. παθ. χρησιμεύω ως κατηγορούμενο.