καλήτωρ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
-ορος, ὁ, (καλέω) crier, κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος Il.24.577: pr. n. in 15.419.
German (Pape)
[Seite 1308] ορος, ὁ, der Rufer, Herold, Il. 24, 577.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
héraut.
Étymologie: καλέω.
English (Autenrieth)
ορος: crier, Il. 24.577†.
Greek Monolingual
καλήτωρ, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που καλεί, που συγκαλεί, κήρυκας, διαλαλητής («κήρυκα καλήτορα», Ομ. Ιλ.)
2. κύριο όνομα (στον Όμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλη- (του καλῶ), το οποίο αποτελεί προϊόν συμφυρμού τών μορφών καλέ- και κλη- (βλ. καλώ) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, θηρήτωρ)].
Greek Monotonic
κᾰλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), κήρυκας, τελάλης, Λατ. calator, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλήτωρ: ορος ὁ глашатай Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλήτωρ -ορος, ὁ [καλέω] heraut.