καλαμιώνα

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

η
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό του γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)].