καλαμιώνα

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό του γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)].